- διατακτικός
- -ή, -ό (AM διατακτικός, -ή, -όν)ο κατάλληλος για διάταξη, διευθέτησηνεοελλ.1. αυτός που σχετίζεται με διάταγμα ή διαταγή2. το θηλ. ως ουσ. η διατακτικήέγγραφο ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται άδεια εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ.3. το ουδ. ως ουσ. το διατακτικότο δεύτερο μέρος δικαστικής απόφασης, στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται αιτήματα τών διαδίκων.
Dictionary of Greek. 2013.